πορθμευτής

πορθμευτής
ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ [πορθμεύω]
πορθμέας
αρχ.
μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πορθμευταί — πορθμευτής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμευτάς — πορθμευτά̱ς , πορθμευτής masc acc pl πορθμευτά̱ς , πορθμευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμεύτρια — ἡ, Μ βλ. πορθμευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”